Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribàldo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈbaldo]

1 θεομπαίχτης
2 μπερμπαντάκος
3 κατεργάρης
4 μασκαρατζίκος
5 μπερμπάντης
6 κάθαρμα
7 παλιάνθρωπος
8 ταπεινός και χυδαίος
9 απατεωνίσκος
10 προκομμένος (ειρωνικά)
11 μούτρο
12 παλιόμουτρο
13 μπαγάσας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribalderia ribalta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribaditrice (θηλ.ουσ)
ribaditura (θηλ.ουσ)
ribagnare (ρ. μτβ.)
ribagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribalderia (θηλ.ουσ)
ribaldo (αρσ. επίθ και ουσ)
ribalta (θηλ.ουσ)
ribaltabile (αρσ. επίθ και ουσ)
ribaltamento (ουσ αρσ )
ribaltare (ρ.αμτβ.)
ribaltare (ρ. μτβ.)
ribaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribaltatore (ουσ αρσ )
ribaltatura (θηλ.ουσ)
ribaltina (θηλ.ουσ)
ribaltone (ουσ αρσ )
ribalzare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ. μτβ.)
ribassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---