Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribalzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ribalˈtsare]

1 πετάγομαι
2 τινάζομαι
3 αναπηδώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribaltone ribassare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribaltatore (ουσ αρσ )
ribaltatura (θηλ.ουσ)
ribaltina (θηλ.ουσ)
ribaltone (ουσ αρσ )
ribalzare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ. μτβ.)
ribassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ribasso (ουσ αρσ )
ribattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribattezzare (ρ. μτβ.)
ribattino (ουσ αρσ )
ribattitore (ουσ αρσ )
ribattitura (θηλ.ουσ)
ribattuta (θηλ.ουσ)
ribeca (θηλ.ουσ)
ribechista (ουσ αρσ και θηλ.)
ribellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribelle (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---