Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribèca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈbɛka]

αρχαίο μουσικό τρίχορδο όργανο (πρόδρομος του βιολιού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribattuta ribechista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribattezzare (ρ. μτβ.)
ribattino (ουσ αρσ )
ribattitore (ουσ αρσ )
ribattitura (θηλ.ουσ)
ribattuta (θηλ.ουσ)
ribeca (θηλ.ουσ)
ribechista (ουσ αρσ και θηλ.)
ribellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribelle (ουσ αρσ και θηλ.)
ribelle (επίθ.)
ribellione (θηλ.ουσ)
ribellismo (ουσ αρσ )
ribellistico (επίθ.)
ribere (ρ. μτβ.)
ribes (ουσ αρσ )
ribisognare (ρ.αμτβ.)
ribobinare (ρ. μτβ.)
riboccante (επίθ.)
riboccare (ρ.αμτβ.)
ribocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---