Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόribattitóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ribattiˈtore] 1 παίκτης με ρόπαλο 2 παίκτης που υποδέχεται σερβίς (στο τένις) 3 καρφωτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |