Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόribàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈbasso] 1 υποχώρηση 2 έκπτωση 3 σκόντο 4 ύφεση 5 μείωση 6 πτώση 7 κάμψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |