Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribàttere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈbattere]

1 ανταπαντώ
2 αναιρώ
3 αποκρούω
4 διαψεύδω
5 ξαναχτυπώ
6 πριτσινώνω
7 καρφώνω
8 αντικρούω
9 επιστρέφω
10 επιχειρηματολογώ
11 στέλνω πίσω
12 λογομαχώ
13 αντιλέγω
14 ανασκευάζω
15 απαντώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribasso ribattezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribalzare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ. μτβ.)
ribassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ribasso (ουσ αρσ )
ribattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribattezzare (ρ. μτβ.)
ribattino (ουσ αρσ )
ribattitore (ουσ αρσ )
ribattitura (θηλ.ουσ)
ribattuta (θηλ.ουσ)
ribeca (θηλ.ουσ)
ribechista (ουσ αρσ και θηλ.)
ribellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribelle (ουσ αρσ και θηλ.)
ribelle (επίθ.)
ribellione (θηλ.ουσ)
ribellismo (ουσ αρσ )
ribellistico (επίθ.)
ribere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---