Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribellìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ribelˈlizmo]

επαναστατική τάση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribellione ribellistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribechista (ουσ αρσ και θηλ.)
ribellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribelle (ουσ αρσ και θηλ.)
ribelle (επίθ.)
ribellione (θηλ.ουσ)
ribellismo (ουσ αρσ )
ribellistico (επίθ.)
ribere (ρ. μτβ.)
ribes (ουσ αρσ )
ribisognare (ρ.αμτβ.)
ribobinare (ρ. μτβ.)
riboccante (επίθ.)
riboccare (ρ.αμτβ.)
ribocco (ουσ αρσ )
ribollente (επίθ.)
ribollimento (ουσ αρσ )
ribollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribollito (αρσ. επίθ και ουσ)
ribollitura (θηλ.ουσ)
ribonucleico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---