Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόribollènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ribolˈlɛnte] 1 αναβράζων 2 βραστός 3 ζεστός στο σημείο βρασμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |