Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribòtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈbɔtta]

1 γλεντοκόπι
2 ξεφάντωμα
3 χαροκόπι
4 γλέντι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribosio ribrezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribollito (αρσ. επίθ και ουσ)
ribollitura (θηλ.ουσ)
ribonucleico (επίθ.)
ribosio (ουσ αρσ )
ribotta (θηλ.ουσ)
ribrezzo (ουσ αρσ )
ribussare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ributtante (επίθ.)
ributtare (ρ.αμτβ.)
ributtare (ρ. μτβ.)
ributtarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricacciare (ρ. μτβ.)
ricacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricadere (ρ.αμτβ.)
ricaduta (θηλ.ουσ)
ricalare (ρ.αμτβ.)
ricalare (ρ. μτβ.)
ricalcabile (επίθ.)
ricalcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---