Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricadére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rikaˈdere]

1 αιωρούμαι
2 γέρνω
3 ξαναπέφτω
4 πέφτω
5 κρεμιέμαι
6 ξανακυλώ
7 υποτροπιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricacciarsi ricaduta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ributtare (ρ.αμτβ.)
ributtare (ρ. μτβ.)
ributtarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricacciare (ρ. μτβ.)
ricacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricadere (ρ.αμτβ.)
ricaduta (θηλ.ουσ)
ricalare (ρ.αμτβ.)
ricalare (ρ. μτβ.)
ricalcabile (επίθ.)
ricalcare (ρ. μτβ.)
ricalcata (θηλ.ουσ)
ricalcatura (θηλ.ουσ)
ricalcificare (ρ. μτβ.)
ricalcificarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricalcificazione (θηλ.ουσ)
ricalcitramento (ουσ αρσ )
ricalcitrante (επίθ.)
ricalcitrare (ρ.αμτβ.)
ricalco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---