Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ributtàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ributˈtare]

1 παθαίνω ναυτία
2 βδελύσσομαι
3 σιχαίνομαι
4 ξαναβλασταίνω (για φυτά)
5 αναγουλιάζω
6 αηδιάζω

ributtàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ributˈtare]

1 εκσφενδονίζω ξανά
2 πετώ ξανά
3 κάνω εμετό
4 σπρώχνω πέρα ξανά
5 ρίχνω ξανά
6 αποκρούω με δύναμη
7 πετώ πίσω
8 ξερνώ
9 απωθώ ξανά

ributtarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ributˈtarsi]

1 αρρωσταίνω ξανά
2 ξαναπέφτω με τα μούτρα
3 χάνομαι
4 χάνω το θάρρος μου
5 χιμώ ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ributtante ricacciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribosio (ουσ αρσ )
ribotta (θηλ.ουσ)
ribrezzo (ουσ αρσ )
ribussare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ributtante (επίθ.)
ributtare (ρ.αμτβ.)
ributtare (ρ. μτβ.)
ributtarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricacciare (ρ. μτβ.)
ricacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricadere (ρ.αμτβ.)
ricaduta (θηλ.ουσ)
ricalare (ρ.αμτβ.)
ricalare (ρ. μτβ.)
ricalcabile (επίθ.)
ricalcare (ρ. μτβ.)
ricalcata (θηλ.ουσ)
ricalcatura (θηλ.ουσ)
ricalcificare (ρ. μτβ.)
ricalcificarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---