Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ributtànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ributˈtante]

1 σιχαμερός
2 αηδής
3 απωθητικός
4 βδελυρός
5 γλοιώδης
6 βρομερός
7 ρυπαρός
8 εμετολογικός
9 σιχαμένος
10 αποτρόπαιος
11 αηδιαστικός
12 μυσαρός
13 δυσάρεστος
14 αναγουλιαστικός
15 απαίσιος
16 αποκρουστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribussare ributtare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribonucleico (επίθ.)
ribosio (ουσ αρσ )
ribotta (θηλ.ουσ)
ribrezzo (ουσ αρσ )
ribussare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ributtante (επίθ.)
ributtare (ρ.αμτβ.)
ributtare (ρ. μτβ.)
ributtarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricacciare (ρ. μτβ.)
ricacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricadere (ρ.αμτβ.)
ricaduta (θηλ.ουσ)
ricalare (ρ.αμτβ.)
ricalare (ρ. μτβ.)
ricalcabile (επίθ.)
ricalcare (ρ. μτβ.)
ricalcata (θηλ.ουσ)
ricalcatura (θηλ.ουσ)
ricalcificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---