Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricalcàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikalˈkata]

1 ξεπατίκωμα
2 πάτημα
3 τσαλαπάτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricalcare ricalcatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricaduta (θηλ.ουσ)
ricalare (ρ.αμτβ.)
ricalare (ρ. μτβ.)
ricalcabile (επίθ.)
ricalcare (ρ. μτβ.)
ricalcata (θηλ.ουσ)
ricalcatura (θηλ.ουσ)
ricalcificare (ρ. μτβ.)
ricalcificarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricalcificazione (θηλ.ουσ)
ricalcitramento (ουσ αρσ )
ricalcitrante (επίθ.)
ricalcitrare (ρ.αμτβ.)
ricalco (ουσ αρσ )
ricalpestare (ρ. μτβ.)
ricalzare (ρ. μτβ.)
ricamare (ρ. μτβ.)
ricamato (επίθ.)
ricamatrice (θηλ.ουσ)
ricamatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---