Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόribollìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ribolˈlire] 1 αναβράζω 2 βράζω 3 παθαίνω ζύμωση 4 ξαναβράζω 5 φουντώνω 6 οργίζομαι 7 παθαίνω ζύμωση 8 κοχλάζω 9 υφίσταμαι ζύμωση 10 φουσκώνω λόγω ζύμωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |