Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribollitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ribolliˈtura]

1 δυνατός βρασμός
2 βράσιμο
3 αναβρασμός
4 κόχλασμα
5 ζύμωση
6 αναχοχλάκισμα
7 διεργασία
8 ξαναβράσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribollito ribonucleico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribocco (ουσ αρσ )
ribollente (επίθ.)
ribollimento (ουσ αρσ )
ribollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribollito (αρσ. επίθ και ουσ)
ribollitura (θηλ.ουσ)
ribonucleico (επίθ.)
ribosio (ουσ αρσ )
ribotta (θηλ.ουσ)
ribrezzo (ουσ αρσ )
ribussare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ributtante (επίθ.)
ributtare (ρ.αμτβ.)
ributtare (ρ. μτβ.)
ributtarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricacciare (ρ. μτβ.)
ricacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricadere (ρ.αμτβ.)
ricaduta (θηλ.ουσ)
ricalare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---