Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribócco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈbokko]

1 εκχείλιση
2 πλημμύρισμα
3 υπερεκχείλιση
4 υπερχείλιση
5 ξεχείλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riboccare ribollente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribes (ουσ αρσ )
ribisognare (ρ.αμτβ.)
ribobinare (ρ. μτβ.)
riboccante (επίθ.)
riboccare (ρ.αμτβ.)
ribocco (ουσ αρσ )
ribollente (επίθ.)
ribollimento (ουσ αρσ )
ribollire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribollito (αρσ. επίθ και ουσ)
ribollitura (θηλ.ουσ)
ribonucleico (επίθ.)
ribosio (ουσ αρσ )
ribotta (θηλ.ουσ)
ribrezzo (ουσ αρσ )
ribussare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ributtante (επίθ.)
ributtare (ρ.αμτβ.)
ributtare (ρ. μτβ.)
ributtarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---