Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribassàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ribasˈsare]

1 καταπέφτω
2 χάνω φόρμα
3 χάνω σθένος
4 φθίνω
5 μειώνομαι
6 ελαττώνομαι
7 εξασθενώ
8 ξεπέφτω
9 κατεβαίνω
10 γέρνω
11 πέφτω

ribassàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ribasˈsare]

(prezzi) κατεβάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribalzare ribassista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribaltatore (ουσ αρσ )
ribaltatura (θηλ.ουσ)
ribaltina (θηλ.ουσ)
ribaltone (ουσ αρσ )
ribalzare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ. μτβ.)
ribassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ribasso (ουσ αρσ )
ribattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribattezzare (ρ. μτβ.)
ribattino (ουσ αρσ )
ribattitore (ουσ αρσ )
ribattitura (θηλ.ουσ)
ribattuta (θηλ.ουσ)
ribeca (θηλ.ουσ)
ribechista (ουσ αρσ και θηλ.)
ribellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ribelle (ουσ αρσ και θηλ.)
ribelle (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---