Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribaltatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ribaltaˈtura]

1 τουμπάρισμα
2 αναποδογύρισμα
3 ανατροπή
4 μπατάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribaltatore ribaltina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribaltamento (ουσ αρσ )
ribaltare (ρ.αμτβ.)
ribaltare (ρ. μτβ.)
ribaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribaltatore (ουσ αρσ )
ribaltatura (θηλ.ουσ)
ribaltina (θηλ.ουσ)
ribaltone (ουσ αρσ )
ribalzare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ.αμτβ.)
ribassare (ρ. μτβ.)
ribassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ribasso (ουσ αρσ )
ribattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ribattezzare (ρ. μτβ.)
ribattino (ουσ αρσ )
ribattitore (ουσ αρσ )
ribattitura (θηλ.ουσ)
ribattuta (θηλ.ουσ)
ribeca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---