Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ribaditùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ribadiˈtura]

πριτσίνωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ribaditrice ribagnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ribadimento (ουσ αρσ )
ribadire (ρ. μτβ.)
ribadirsi (ρ.μ. (αντων.))
ribaditoio (ουσ αρσ )
ribaditrice (θηλ.ουσ)
ribaditura (θηλ.ουσ)
ribagnare (ρ. μτβ.)
ribagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribalderia (θηλ.ουσ)
ribaldo (αρσ. επίθ και ουσ)
ribalta (θηλ.ουσ)
ribaltabile (αρσ. επίθ και ουσ)
ribaltamento (ουσ αρσ )
ribaltare (ρ.αμτβ.)
ribaltare (ρ. μτβ.)
ribaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
ribaltatore (ουσ αρσ )
ribaltatura (θηλ.ουσ)
ribaltina (θηλ.ουσ)
ribaltone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---