Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riavére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riaˈvere]

1 επανευρίσκω
2 ξαναβρίσκω
3 έχω ξανά
4 ανακτώ

riaversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riaˈversi]

1 γίνομαι καλά
2 αναλαμβάνω δυνάμεις
3 συνέρχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riattraversare riavvampare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riatterrare (ρ. μτβ.)
riattivare (ρ. μτβ.)
riattivazione (θηλ.ουσ)
riattizzare (ρ. μτβ.)
riattraversare (ρ. μτβ.)
riavere (ρ. μτβ.)
riaversi (ρ.μ. (αντων.))
riavvampare (ρ.αμτβ.)
riavvertire (ρ. μτβ.)
riavvezzare (ρ. μτβ.)
riavvezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riavvicinamento (ουσ αρσ )
riavvicinare (ρ. μτβ.)
riavvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
riavvilire (ρ. μτβ.)
riavvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
riavvolgere (ρ. μτβ.)
riavvolgersi (ρ.μ. (αντων.))
riavvolgimento (ουσ αρσ )
riazzuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---