Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riattizzàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riattitˈtsare]

1 αναταράζω
2 συνδαυλίζω
3 υποδαυλίζω
4 ανασκαλεύω
5 αναμοχλεύω
6 αναζωπυρώνω
7 ανακινώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riattivazione riattraversare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riattare (ρ. μτβ.)
riatterrare (ρ.αμτβ.)
riatterrare (ρ. μτβ.)
riattivare (ρ. μτβ.)
riattivazione (θηλ.ουσ)
riattizzare (ρ. μτβ.)
riattraversare (ρ. μτβ.)
riavere (ρ. μτβ.)
riaversi (ρ.μ. (αντων.))
riavvampare (ρ.αμτβ.)
riavvertire (ρ. μτβ.)
riavvezzare (ρ. μτβ.)
riavvezzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riavvicinamento (ουσ αρσ )
riavvicinare (ρ. μτβ.)
riavvicinarsi (ρ.μ. (αντων.))
riavvilire (ρ. μτβ.)
riavvilirsi (ρ.μ. (αντων.))
riavvolgere (ρ. μτβ.)
riavvolgersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---