Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riassorbiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riassorbiˈmento]

1 απορρόφηση εκ νέου
2 αναρρόφηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riassopirsi riassorbire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riassociarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassoggettare (ρ. μτβ.)
riassoggettarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassopire (ρ. μτβ.)
riassopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassorbimento (ουσ αρσ )
riassorbire (ρ. μτβ.)
riassorbirsi (ρ.μ. (αντων.))
riassumere (ρ. μτβ.)
riassumibile (επίθ.)
riassuntivo (επίθ.)
riassunto (ουσ αρσ )
riassunzione (θηλ.ουσ)
riattaccare (ρ. μτβ.)
riattaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
riattamento (ουσ αρσ )
riattare (ρ. μτβ.)
riatterrare (ρ.αμτβ.)
riatterrare (ρ. μτβ.)
riattivare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---