Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriassopìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riassoˈpire] νυστάζω ξανά riassopìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [riassoˈpirsi] μισοκοιμάμαι ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |