Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriassicurazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riassikuratˈtsjone] 1 αντασφάλεια 2 νέα ασφάλιση 3 αντασφάλιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |