Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riassicurazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riassikuratˈtsjone]

1 αντασφάλεια
2 νέα ασφάλιση
3 αντασφάλιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riassicuratore riassociare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riassettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassetto (ουσ αρσ )
riassicurare (ρ. μτβ.)
riassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassicuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
riassicurazione (θηλ.ουσ)
riassociare (ρ. μτβ.)
riassociarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassoggettare (ρ. μτβ.)
riassoggettarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassopire (ρ. μτβ.)
riassopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassorbimento (ουσ αρσ )
riassorbire (ρ. μτβ.)
riassorbirsi (ρ.μ. (αντων.))
riassumere (ρ. μτβ.)
riassumibile (επίθ.)
riassuntivo (επίθ.)
riassunto (ουσ αρσ )
riassunzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---