Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riassettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riassetˈtare]

1 συγυρίζω
2 νοικοκυρεύω
3 ξαναφτιάχνω νοικοκυριό

riassettàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riassetˈtarsi]

νοικοκυρεύομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riassestarsi riassetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riassediare (ρ. μτβ.)
riassegnare (ρ. μτβ.)
riassestamento (ουσ αρσ )
riassestare (ρ. μτβ.)
riassestarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassettare (ρ. μτβ.)
riassettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassetto (ουσ αρσ )
riassicurare (ρ. μτβ.)
riassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassicuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
riassicurazione (θηλ.ουσ)
riassociare (ρ. μτβ.)
riassociarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassoggettare (ρ. μτβ.)
riassoggettarsi (ρ.μ. (αντων.))
riassopire (ρ. μτβ.)
riassopirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riassorbimento (ουσ αρσ )
riassorbire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---