Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riappisolàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riappizoˈlarsi]

λαγοκοιμάμαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riappiccicarsi riapplaudire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riapparire (ρ.αμτβ.)
riapparizione (θηλ.ουσ)
riappendere (ρ. μτβ.)
riappiccicare (ρ. μτβ.)
riappiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riappisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapplaudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riapplicare (ρ. μτβ.)
riapplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprendere (ρ. μτβ.)
riappressare (ρ. μτβ.)
riappressarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprovare (ρ. μτβ.)
riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)
riarmamento (ουσ αρσ )
riarmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarmarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---