Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riappèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riapˈpɛndere]

1 κρεμάω πάνω σε άγκιστρο ξανά
2 κλείνω το τηλέφωνο ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riapparizione riappiccicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riappaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
riappalto (ουσ αρσ )
riapparecchiare (ρ. μτβ.)
riapparire (ρ.αμτβ.)
riapparizione (θηλ.ουσ)
riappendere (ρ. μτβ.)
riappiccicare (ρ. μτβ.)
riappiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riappisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riapplaudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riapplicare (ρ. μτβ.)
riapplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprendere (ρ. μτβ.)
riappressare (ρ. μτβ.)
riappressarsi (ρ.μ. (αντων.))
riapprovare (ρ. μτβ.)
riaprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaprirsi (ρ.μ. (αντων.))
riardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riarginare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---