Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriappaltatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [riappaltaˈtore] 1 υπεργολάβος 2 ανάδοχος 3 υποκατασκευαστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |