Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riamicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riamiˈkare]

συμφιλιώνω πάλι

riamicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riamiˈkarsi]

συμφιλιώνομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riambientarsi riammalare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rialzista (ουσ αρσ )
rialzista (επίθ.)
rialzo (ουσ αρσ )
riamare (ρ. μτβ.)
riambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riamicare (ρ. μτβ.)
riamicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riammalare (ρ.αμτβ.)
riammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammattonare (ρ. μτβ.)
riammettere (ρ. μτβ.)
riammirare (ρ. μτβ.)
riammissibile (επίθ.)
riammissione (θηλ.ουσ)
riammobiliare (ρ. μτβ.)
riammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammonire (ρ. μτβ.)
riandare (ρ.αμτβ.)
riandare (ρ. μτβ.)
rianimare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---