ItalianoGreco


riàlzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈaltso]

1 ψηλωσιά
2 έξαρμα
3 έξαρση εδάφους
4 ανάπτυξη
5 ψήλωμα
6 αύξηση
7 άνοδος
8 ύψωμα
9 προοπτική ανόδου τιμών (χρηματιστήριο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---