Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riammalàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riammaˈlare]

1 υποτροπιάζω
2 ξανακυλώ (για αρρώστια)

riammalàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riammaˈlarsi]

1 υποτροπιάζω
2 ξανακυλώ (για αρρώστια)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riamicarsi riammattonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rialzo (ουσ αρσ )
riamare (ρ. μτβ.)
riambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riamicare (ρ. μτβ.)
riamicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riammalare (ρ.αμτβ.)
riammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammattonare (ρ. μτβ.)
riammettere (ρ. μτβ.)
riammirare (ρ. μτβ.)
riammissibile (επίθ.)
riammissione (θηλ.ουσ)
riammobiliare (ρ. μτβ.)
riammogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammonire (ρ. μτβ.)
riandare (ρ.αμτβ.)
riandare (ρ. μτβ.)
rianimare (ρ. μτβ.)
rianimarsi (ρ.μ. (αντων.))
rianimazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---