Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rialzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsato]

1 σηκωμένος
2 ανασηκωμένος
3 ανεβασμένος
4 ανυψωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rialzarsi rialzista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rialto (ουσ αρσ )
rialzabile (επίθ.)
rialzamento (ουσ αρσ )
rialzare (ρ. μτβ.)
rialzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rialzato (επίθ.)
rialzista (ουσ αρσ )
rialzista (επίθ.)
rialzo (ουσ αρσ )
riamare (ρ. μτβ.)
riambientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riamicare (ρ. μτβ.)
riamicarsi (ρ.μ. (αντων.))
riammalare (ρ.αμτβ.)
riammalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riammattonare (ρ. μτβ.)
riammettere (ρ. μτβ.)
riammirare (ρ. μτβ.)
riammissibile (επίθ.)
riammissione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---