ItalianoGreco


rialzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsare]

(prezzi) ξανανεβάζω

rialzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rialˈtsarsi]

1 ανίσταμαι
2 υπερυψώνομαι
3 εγείρομαι
4 ορθώνομαι
5 υψώνομαι
6 αυξάνομαι
7 ξανασηκώνομαι
8 ανυψώνομαι
9 σηκώνομαι ξανά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---