Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaggravàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riaggraˈvare]

1 εκτραχύνω
2 επιτείνω
3 επιδεινώνω

riaggravarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riaggraˈvarsi]

1 κακοσυνεύω
2 χειροτερεύω
3 απογίνομαι
4 βαραίνω
5 επιδεινώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaggiustare riaggregare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaffrontare (ρ. μτβ.)
riagganciare (ρ.αμτβ.)
riagganciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggiogare (ρ. μτβ.)
riaggiustare (ρ. μτβ.)
riaggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaggravarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregare (ρ. μτβ.)
riaggregarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregazione (θηλ.ουσ)
riagguantare (ρ. μτβ.)
riallacciare (ρ. μτβ.)
riallacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallargare (ρ. μτβ.)
riallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallentare (ρ. μτβ.)
riallentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallineamento (ουσ αρσ )
riallineare (ρ. μτβ.)
riallinearsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---