Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riallargàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riallarˈgare]

1 διευρύνω περισσότερο
2 διευρύνω
3 κάνω πιο πλατύ

riallargarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riallarˈgarsi]

1 διευρύνομαι περισσότερο
2 γίνομαι πιο πλατύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riallacciarsi riallentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaggregarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregazione (θηλ.ουσ)
riagguantare (ρ. μτβ.)
riallacciare (ρ. μτβ.)
riallacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallargare (ρ. μτβ.)
riallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallentare (ρ. μτβ.)
riallentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallineamento (ουσ αρσ )
riallineare (ρ. μτβ.)
riallinearsi (ρ.μ. (αντων.))
rialloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riallungare (ρ. μτβ.)
riallungarsi (ρ.μ. (αντων.))
rialto (ουσ αρσ )
rialzabile (επίθ.)
rialzamento (ουσ αρσ )
rialzare (ρ. μτβ.)
rialzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---