Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaggregàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riaggreˈgare]

επανασχηματίζω σε νέο σύνολο

riaggregarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riaggreˈgarsi]

επανασχηματίζομαι σε νέο σύνολο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaggravarsi riaggregazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riagganciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggiogare (ρ. μτβ.)
riaggiustare (ρ. μτβ.)
riaggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaggravarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregare (ρ. μτβ.)
riaggregarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregazione (θηλ.ουσ)
riagguantare (ρ. μτβ.)
riallacciare (ρ. μτβ.)
riallacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallargare (ρ. μτβ.)
riallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallentare (ρ. μτβ.)
riallentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallineamento (ουσ αρσ )
riallineare (ρ. μτβ.)
riallinearsi (ρ.μ. (αντων.))
rialloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riallungare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---