Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriallentàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riallenˈtare] 1 χαλαρώνω ξανά 2 κάνω κάτι πιο χαλαρό riallentarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riallenˈtarsi] γίνομαι πιο χαλαρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |