Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riallentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riallenˈtare]

1 χαλαρώνω ξανά
2 κάνω κάτι πιο χαλαρό

riallentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riallenˈtarsi]

γίνομαι πιο χαλαρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riallargarsi riallineamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riagguantare (ρ. μτβ.)
riallacciare (ρ. μτβ.)
riallacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallargare (ρ. μτβ.)
riallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallentare (ρ. μτβ.)
riallentarsi (ρ.μ. (αντων.))
riallineamento (ουσ αρσ )
riallineare (ρ. μτβ.)
riallinearsi (ρ.μ. (αντων.))
rialloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riallungare (ρ. μτβ.)
riallungarsi (ρ.μ. (αντων.))
rialto (ουσ αρσ )
rialzabile (επίθ.)
rialzamento (ουσ αρσ )
rialzare (ρ. μτβ.)
rialzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rialzato (επίθ.)
rialzista (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---