Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riafferràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riafferˈrare]

1 ξανασυλλαμβάνω
2 ξαναπιάνω
3 συλλαμβάνω πάλι

riafferrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riafferˈrarsi]

1 αρπάζομαι ξανά
2 δράττομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaffermarsi riaffezionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riadoperare (ρ. μτβ.)
riaffacciare (ρ. μτβ.)
riaffacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffermare (ρ. μτβ.)
riaffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
riafferrare (ρ. μτβ.)
riafferrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffezionare (ρ. μτβ.)
riaffezionarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffibbiare (ρ. μτβ.)
riaffilare (ρ. μτβ.)
riaffittare (ρ. μτβ.)
riaffrontare (ρ. μτβ.)
riagganciare (ρ.αμτβ.)
riagganciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggiogare (ρ. μτβ.)
riaggiustare (ρ. μτβ.)
riaggravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaggravarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaggregare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---