Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriacutizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riakutiddzatˈtsjone] 1 εκ νέου όξυνση 2 επιπλοκή 3 επιστροφή οξείας φάσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |