Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaddormentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riaddormenˈtare]

ξαναβάζω για ύπνο

riaddormentàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riaddormenˈtarsi]

ξανακοιμάμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riadattarsi riadoperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riacutizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacutizzazione (θηλ.ουσ)
riadattamento (ουσ αρσ )
riadattare (ρ. μτβ.)
riadattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaddormentare (ρ. μτβ.)
riaddormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riadoperare (ρ. μτβ.)
riaffacciare (ρ. μτβ.)
riaffacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffermare (ρ. μτβ.)
riaffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
riafferrare (ρ. μτβ.)
riafferrarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffezionare (ρ. μτβ.)
riaffezionarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffibbiare (ρ. μτβ.)
riaffilare (ρ. μτβ.)
riaffittare (ρ. μτβ.)
riaffrontare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---