Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riacutizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riakutidˈdzare]

κάνω κάτι ξανά οξύ

riacutizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riakutidˈdzarsi]

ξαναγίνομαι οξύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riacquisto riacutizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaccreditare (ρ. μτβ.)
riaccreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacquistabile (επίθ.)
riacquistare (ρ. μτβ.)
riacquisto (ουσ αρσ )
riacutizzare (ρ. μτβ.)
riacutizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
riacutizzazione (θηλ.ουσ)
riadattamento (ουσ αρσ )
riadattare (ρ. μτβ.)
riadattarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaddormentare (ρ. μτβ.)
riaddormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riadoperare (ρ. μτβ.)
riaffacciare (ρ. μτβ.)
riaffacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaffermare (ρ. μτβ.)
riaffermarsi (ρ.μ. (αντων.))
riafferrare (ρ. μτβ.)
riafferrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---