Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriacutizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riakutidˈdzare] κάνω κάτι ξανά οξύ riacutizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riakutidˈdzarsi] ξαναγίνομαι οξύς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |