Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriaccreditàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [riakkrediˈtare] χορηγώ πίστωση ξανά riaccreditarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [riakkrediˈtarsi] κερδίζω νέα πίστωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |