Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riaccensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riatʧenˈsjone]

εκ νέου άναμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riaccennare riaccettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riaccasare (ρ. μτβ.)
riaccasarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccendere (ρ. μτβ.)
riaccendersi (ρ.μ. (αντων.))
riaccennare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riaccensione (θηλ.ουσ)
riaccettare (ρ. μτβ.)
riacchiappare (ρ. μτβ.)
riacciuffare (ρ. μτβ.)
riaccogliere (ρ. μτβ.)
riaccomodare (ρ. μτβ.)
riaccomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccompagnare (ρ. μτβ.)
riaccompagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccoppiamento (ουσ αρσ )
riaccordare (ρ. μτβ.)
riaccordarsi (ρ. μ. αμτβ.)
riaccostare (ρ. μτβ.)
riaccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
riaccreditare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---