Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


revolveràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [revolveˈrata]

πιστολιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  revolver revulsione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

revocare (ρ. μτβ.)
revocativo (επίθ.)
revocatorio (επίθ.)
revoluto (επίθ.)
revolver (ουσ αρσ )
revolverata (θηλ.ουσ)
revulsione (θηλ.ουσ)
revulsivo (επίθ.)
rezzo (ουσ αρσ )
ri– (πρθμ.)
ria (θηλ.ουσ)
riabbaiare (ρ.αμτβ.)
riabbandonare (ρ. μτβ.)
riabbandonarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbassare (ρ. μτβ.)
riabbassarsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbattere (ρ. μτβ.)
riabbellire (ρ. μτβ.)
riabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
riabbottonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---