Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rettilìneo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rettiˈlineo]

1 ίσιωμα
2 άπλωμα
3 ίσιος δρόμος

rettilìneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rettiˈlineo]

1 ντόμπρος
2 ξάστερος (ειλικρινής)
3 ίσιος
4 ευθύγραμμος
5 κάθετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rettile rettite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rettificatrice (θηλ.ουσ)
rettificazione (θηλ.ουσ)
rettifilo (ουσ αρσ )
rettile (ουσ αρσ )
rettile (επίθ.)
rettilineo (ουσ αρσ )
rettilineo (επίθ.)
rettite (θηλ.ουσ)
rettitudine (θηλ.ουσ)
retto (ουσ αρσ )
retto (επίθ.)
rettocele (ουσ αρσ )
rettorale (θηλ. επίθ και ουσ)
rettorato (ουσ αρσ )
rettore (αρσ. επίθ και ουσ)
rettoressa (θηλ.ουσ)
rettoria (θηλ.ουσ)
rettoscopia (θηλ.ουσ)
rettoscopio (ουσ αρσ )
reuma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---