Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rettificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rettifikaˈtore]

1 ανορθωτής
2 μηχανουργός που κάνει ρεκτιφιέ
3 ανιχνευτής ηλεκτρικού σήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rettificato rettificatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rettangolo (επίθ.)
rettifica (θηλ.ουσ)
rettificabile (επίθ.)
rettificare (ρ. μτβ.)
rettificato (επίθ.)
rettificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rettificatrice (θηλ.ουσ)
rettificazione (θηλ.ουσ)
rettifilo (ουσ αρσ )
rettile (ουσ αρσ )
rettile (επίθ.)
rettilineo (ουσ αρσ )
rettilineo (επίθ.)
rettite (θηλ.ουσ)
rettitudine (θηλ.ουσ)
retto (ουσ αρσ )
retto (επίθ.)
rettocele (ουσ αρσ )
rettorale (θηλ. επίθ και ουσ)
rettorato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---