Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retrovisóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [retroviˈzore]

auto ο εσωτερικός καθρέφτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrovisivo retta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο specchietto [αρσ.] retrovisore = auto ο εσωτερικός καθρέφτης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retroterra (ουσ αρσ )
retrovendita (θηλ.ουσ)
retroversione (θηλ.ουσ)
retrovia (θηλ.ουσ)
retrovisivo (επίθ.)
retrovisore (ουσ αρσ )
retta (θηλ.ουσ)
rettale (επίθ.)
rettalgia (θηλ.ουσ)
rettamente (επίρ.)
rettangolare (επίθ.)
rettangolo (ουσ αρσ )
rettangolo (επίθ.)
rettifica (θηλ.ουσ)
rettificabile (επίθ.)
rettificare (ρ. μτβ.)
rettificato (επίθ.)
rettificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rettificatrice (θηλ.ουσ)
rettificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---