Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retrosapóre
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [retrosaˈpore]

γεύση παραμένουσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrorso retroscena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retromotore (ουσ αρσ )
retronebbia (ουσ αρσ )
retropalco (ουσ αρσ )
retrorazzo (ουσ αρσ )
retrorso (επίθ.)
retrosapore (ουσ αρσ )
retroscena (ουσ αρσ )
retroscena (θηλ.ουσ)
retroscritto (επίθ.)
retrospettiva (θηλ.ουσ)
retrospettivo (επίθ.)
retrospezione (θηλ.ουσ)
retrostante (επίθ.)
retrostanza (θηλ.ουσ)
retroterra (ουσ αρσ )
retrovendita (θηλ.ουσ)
retroversione (θηλ.ουσ)
retrovia (θηλ.ουσ)
retrovisivo (επίθ.)
retrovisore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---