Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


retrogressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retrogresˈsjone]

1 παλινδρόμηση
2 πισωγύρισμα
3 οπισθοδρόμηση
4 οπισθοδρομικότητα
5 οπισθοχώρηση
6 καρκινοβασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  retrogrado retroguardia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retroflesso (επίθ.)
retrogradare (ρ.αμτβ.)
retrogradazione (θηλ.ουσ)
retrogrado (ουσ αρσ )
retrogrado (επίθ.)
retrogressione (θηλ.ουσ)
retroguardia (θηλ.ουσ)
retrogusto (ουσ αρσ )
retromarcia (θηλ.ουσ)
retromotore (ουσ αρσ )
retronebbia (ουσ αρσ )
retropalco (ουσ αρσ )
retrorazzo (ουσ αρσ )
retrorso (επίθ.)
retrosapore (ουσ αρσ )
retroscena (ουσ αρσ )
retroscena (θηλ.ουσ)
retroscritto (επίθ.)
retrospettiva (θηλ.ουσ)
retrospettivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---