Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reticènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [retiˈʧɛntsa]

1 ολιγολογία
2 επιφυλακτικότητα
3 εχεμύθεια
4 σιωπηλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reticente reticolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

retaggio (ουσ αρσ )
retata (θηλ.ουσ)
rete (θηλ.ουσ)
reticella (θηλ.ουσ)
reticente (επίθ.)
reticenza (θηλ.ουσ)
reticolamento (ουσ αρσ )
reticolare (επίθ.)
reticolare (ρ. μτβ.)
reticolato (ουσ αρσ )
reticolato (επίθ.)
reticolatura (θηλ.ουσ)
reticolazione (θηλ.ουσ)
reticolo (ουσ αρσ )
reticoloendoteliale (επίθ.)
retiforme (επίθ.)
retina (θηλ.ουσ)
retinare (ρ. μτβ.)
retinico (επίθ.)
retinite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---